Δερματικές Βλάβες Εγκαύματα
Το δέρμα είναι το μεγαλύτερο ‘όργανο’ του σώματος μας και πρέπει να το φροντίζουμε όσο καλύτερα μπορούμε.Δερματικές Βλάβες
Ο βασικοκυτταρικός καρκίνος είναι αρκετά συχνός σε ηλικία άνω των 60 ετών και συνήθως εμφανίζεται στο πρόσωπο. Η αντιμετώπιση του βασικοκυτταρικού καρκίνου γίνεται από τους Πλαστικούς Χειρουργούς με χειρουργική αφαίρεση και βιοψία. Όταν η βιοψία δείξει βασικοκυτταρικό καρκίνωμα δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας και η θεραπεία έχει ολοκληρωθεί. Το μόνο που είναι απαραίτητο είναι να είμαστε προσεκτικοί και αν στο μέλλον παρουσιάσουμε κάποιο καινούριο σημάδι να επισκεφθούμε και πάλι κάποιον ειδικό. Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα έχει παρόμοια χαρακτηριστικά αλλά θέλει περισσότερη προσοχή διότι η πορεία αυτού μπορεί να είναι πιο βαριά.
Το μελάνωμα όπως οι περισσότεροι γνωρίζουμε είναι πολύ πιο σοβαρό. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται μια αύξηση των περιστατικών. Το μελάνωμα μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος, είτε πάνω σε δέρμα το οποίο πριν ήταν υγιές είτε στο σημείο όπου προυπάρχει κάποια ελιά. Όταν έχουμε ένα σημάδι (μια ελιά) το οποιό είναι καφέ ή μαύρο πρέπει κατά διαστήματα να το ελέγχουμε και να προσέχουμε αν υπάρχει κάποια αλλαγή.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η αντιμετώπιση του καρκίνου του δέρματος είναι απλή με χειρουργική εκτομή και συρραφή του τραύματος. Υπάρχουν όμως και περιστατικά στα οποία ο όγκος είναι πάνω στο βλέφαρο, στα χείλη ή στη μύτη ή ο όγκος έχει πολύ μεγάλο μέγεθος και η αφαίρεση του είναι πρέπει να γίνεται με προσοχή από έναν έμπειρο Πλαστικό Χειρουργό. Ανάλογα την περίπτωση ο ασθενής μπορεί να χρειαστεί αποκατάσταση με μόσχευμα ή κρημνό. Αυτές οι επεμβάσεις μπορεί να είναι δύσκολες και περίπλοκες και να χρειαστούν νοσηλεία του ασθενούς.
Εγκαύματα
Τα εγκαύματα μπορεί να είναι θερμικά, ηλιακά, ηλεκτρικά ή χημικά. Ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να είναι πρώτου ή δευτέρου βαθμού και χρειάζονται άμεση αντιμετώπιση. Ιδιαίτερα επιρρεπής σε εγκαύματα είναι παιδιά και ηλικιωμένοι άνθρωποι. Η αντιμετώπιση του εγκαύματος χωρίζεται στη θεραπεία της οξείας φάσης και στην αντιμετώπιση των μεταγενέστερων επιπλοκών.
Όταν αντιληφθούμε ότι έχουμε πάθει έγκαυμα πρέπει κατευθείαν να πλείνουμε την περιοχή με κρύο νερό και μετά να αναζητήσουμε τις συμβουλές ενός Πλαστικού Χειρουργού. Ανάλογα με τη βαρύτητα του εγκαύματος η τοπική περιποίηση είναι διαφορετική, υπάρχουν ειδικά αντισηπτικά και αλοιφές για κάθε είδος εγκαύματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις αν το έγκαυμα είναι βαθύ ή αν είναι εκτεταμένο μπορεί να χρειαστούν παυσίπονα ή αντιβίωση ακόμα και νοσηλεία του ασθενούς σε νοσοκομείο. Καλό είναι να μην ακούτε συμβουλές γνωστών και φίλων για πρακτική αντιμετώπιση των εγκαυμάτων (οδοντόπαστα, ντομάτες, μέλι κλπ), γιατί συνήθως αυτές οι συμβουλές είναι λάθος και το αποτέλεσμα είναι τα εγκαύματα να χειροτερεύουν και να μολύνονται. Αν η αντιμετώπιση είναι σωστή τότε οι πληγές κλείνουν γρήγορα και δεν μένουν ουλές. Όταν οι πληγές δεν κλείνουν ή όταν το έγκαυμα είναι πολύ βαρύ τότε ο Πλαστικός Χειρουργός μπορεί να κρίνει ότι η μόνη λύση είναι η χειρουργική αντιμετώπιση με καθαρισμό και χρήση μεταμόσχευσης δέρματος.
Δυστυχώς οι περισσότεροι ιατροί δεν γνωρίζουν ποιά είναι η θεραπεία των εγκαυμάτων για αυτό και η μόνη λύση είναι να ζητάτε τη συμβουλή κάποιου Πλαστικού Χειρουργού.
Ουλές
Ουλές μπορεί να δημιουργηθούν μετά από έγκαυμα, μετά από κάποια χειρουργική επέμβαση όπως και μετά από έναν τραυματισμό. Κάθε ουλή στην αρχή είναι κόκκινη και σκληρή και σε μερικούς μήνες γίνεται άσπρη (σαν το υπόλοιπο δέρμα) και πιο μαλακή.
Για να αποφασίσουμε να χειρουργήσουμε μια ουλή πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον ένα χρόνο μετά τη δημιουργία της και αυτό γιατί οι ουλές παίρνουν την τελική τους μορφή (ωριμάζουν) σε περίπου 12 μήνες.
Η τελική μορφή κάθε ουλής εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από την ποιότητα του δέρματος (κάποιοι άνθρωποι κάνουν καλύτερες ουλές και κάποιοι χειρότερες), από τον χειρουργό, από την ύπαρξη ή μη μόλυνσης, από το σημείο του σώματος (ουλές μπροστά στο στέρνο ή στο αυτί είναι συνήθως κακής ποιότητας) κλπ.
Υπάρχουν και παθολογικές ουλές: τα χηλοειδή και οι υπερτροφικές ουλές, των οποίων η αντιμετώπιση είναι πολύ δύσκολη. Ιδιαίτερα για τα χηλοειδή δεν έχει βρεθεί ακόμα μια θεραπεία αποδεκτή από όλους τους Πλαστικούς Χειρουργούς και σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και αν αφαιρεθεί χειρουργικά, το χηλοειδές μπορεί να ξαναδημιουργηθεί.
Ουλές στο πρόσωπο ή στα χέρια μπορεί να μας δημιουργήσουν ψυχολογικά και αισθητικά προβλήματα. Ουλές κοντά σε αρθρώσεις, στα χέρια ή στα πόδια, στις μασχάλες, στο στόμα ή στο λαιμό μπορεί να μας δημιουργήσουν τόσο αισθητικά όσο και λειτουργικά προβλήματα. Σε πολλές περιπτώσεις οι ουλές μπορεί να μας δυσκολέψουν στην καθημερινότητα μας και στην εργασία μας (για παράδειγμα ουλές στις μασχάλες, στο λαιμό και στα χέρια).
Συντηρητική αντιμετώπιση γίνετε όταν μια ουλή είναι ‘φρέσκια’, δηλαδή την πρώτη- δεύτερη εβδομάδα μετά την εμφάνιση της. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιες ειδικές αλοιφές με σιλικόνη, ή φύλλα σιλικόνης σε συνδυασμό με άσκηση πίεσης.
Η χειρουργική αποκατάσταση γίνεται συνήθως ένα χρόνο μετά την εμφάνιση της ουλής. Η επανόρθωση μπορεί να είναι απλή και να είναι απαραίτητο ένα σύντομο χειρουργείο με τοπικό αναισθητικό. Αντίθετα η επανόρθωση μπορεί να είναι σε 2-3 στάδια με τοπικούς κρημνούς, με τη χρήση διατατήρων ιστών (tissue expander) ή με συνδυασμό επεμβάσεων υπό γενική νάρκωση.
Η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική για αυτό και αν έχετε κάποια ουλή καλό είναι να επισκεφθείτε κάποιον Πλαστικό Χειρουργό ο οποίος θα σας εξηγήσει πως μπορεί να σας βοηθήσει.
Υπεριδρωσία
Η πρωτοπαθής υπεριδρωσία είναι μια ιδιοπαθής κατάσταση που αφορά στο 1% του πληθυσμού. Εμφανίζεται σε υγιή άτομα, λόγω υπερδιέγερσης του συμπαθητικού συστήματος και αυξημένης λειτουργίας των ιδρωτοποιών αδένων. Σε ορισμένα άτομα υπάρχει αυξημένη εφίδρωση είτε σε όλη τη διάρκεια του έτους είτε κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Η αυξημένη εφίδρωση μπορεί να παρουσιάζετε στα πέλματα, στις παλάμες, στις μασχάλες ή στο πρόσωπο. Το πρόβλημα μπορεί να αφορά μόνο σε ένα σημείο ή σε περισσότερα σημεία.
Η υπεριδρωσία μπορεί να δημιουργήσει σωματικά προβλήματα (μυκητιάσεις ή βακτηριδιακές μολύνσεις στο δέρμα και στα νύχια) και ψυχολογικά προβλήματα (άγχος, ντροπή, κατάθλιψη και δυσκολία στην ένδυση). Για αυτό και οι περισσότεροι ασθενείς προσπαθούν να επιλύσουν αυτό το πρόβλημα. Μέχρι τώρα έχουν χρησιμοποιηθεί κάποια φάρμακα τα οποία όμως δεν έχουν καλό αποτέλεσμα.
Κάποιες απλές συμβουλές βοηθούν χωρίς όμως να λύνουν το πρόβλημα: κάντε ντους και αλλάξτε ρούχα 1-2 φορές την ημέρα, χρησιμοποιείστε αποσμητικό, μην αθλείστε εάν κάνει πολύ ζέστη, φοράτε άνετα και βαμβακερά ή μάλλινα ρούχα (όχι συνθετικά), φροντίστε με προσοχή τα πόδια σας για να προλάβετε τις μολύνσεις κλπ.
Σήμερα υπάρχουν ουσιαστικά δύο λύσεις: η χειρουργική επέμβαση ή οι εγχύσεις με αλλαντοτοξίνη (Botox). Η χειρουργική αντιμετώπιση είναι η θωρακική συμπαθεκτομή, χειρουργείο το οποίο γίνεται με γενική νάρκωση και έχει μόνιμα αποτελέσματα. Αυτή η τακτική συνιστάται μόνο σε δύσκολες και σοβαρές περιπτώσεις, οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν διαφορετικά και οι οποίες προκαλούν σοβαρά προβλήματα στην καθημερινότητα του ατόμου.
Οι εγχύσεις με αλλαντική τοξίνη είναι εγκεκριμένες από τον Ελληνικό Οργανισμό Φαρμάκων για τη θεραπεία της υπεριδρωσίας στις παλάμες, στα πέλματα και στις μασχάλες. Η τεχνική αυτή γίνεται στο ιατρείο, με έγχυση Botox με πολύ λεπτή βελόνα και με τοπικό αναισθητικό. Η διαδικασία διαρκεί περίπου 15-20 λεπτά και η μείωση της εφίδρωσης επιτυγχάνεται σε περίπου 4-5 ημέρες. Οι ενέσεις αλλαντικής τοξίνης μειώνουν παροδικά τη λειτουργία των ιδρωτοποιών αδένων και την έκκριση ιδρώτα. Το μόνο αρνητικό είναι ότι το αποτέλεσμα διαρκεί για περίπου 7-8 μήνες, το οποίο σημαίνει ότι η θεραπεία πρέπει να επαναλαμβάνεται δύο φορές το χρόνο. Βέβαια σε ορισμένες περιπτώσεις οι ασθενείς έχουν πρόβλημα μόνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και τότε η θεραπεία γίνεται μία φορά την άνοιξη. Για περισσότερες λεπτομέρειες για αυτήν την τεχνική καλό θα είναι να επισκεφθείτε είτε έναν εξειδικευμένο Δερματολόγο είτε έναν Πλαστικό Χειρουργό.
Από αυτά καταλαβαίνετε ότι δεν υπάρχει εύκολη λύση για αυτό το πρόβλημα και θα πρέπει να είστε πολύ προσεκτικοί και να σκεφθείτε ποια είναι η κατάλληλη θεραπεία για εσάς.